ετερόοικος

ετερόοικος
Παρασιτικός οργανισμός, που απαιτεί δύο είδη ξενιστών για να συμπληρώσει τον βιολογικό του κύκλο.
* * *
και ετέροικος, ο
(για παράσιτα) αυτός που διανύει τα διάφορα στάδια τής ζωής του σε διάφορους ξενιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + οίκος. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Κουτσομητόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ετεροοικία — και ετεροικία, η [ετερόοικος] το γνώρισμα μερικών παρασίτων να ολοκληρώνουν τον βιολογικό τους κύκλο σε δύο ή περισσότερους ξενιστές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”